- ἁλώνητα
- ἁλώνητοςbought with saltneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλώνητος — ἁλώνητος, ον (Α) 1. αυτός που αγοράστηκε για λίγο αλάτι, ευτελής, φτηνός 2. φρ. «ἁλώνητα δουλάρια», φτηνοί δούλοι από τη Θράκη που πουλιούνταν πολύ φτηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς + ὠνητός] … Dictionary of Greek